Aufklärer
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; ->Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- διαφωτιστήςMaskulinum, männlich | αρσενικό mAufklärerAufklärer
- αεροπλάνοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n αναγνώρισηςAufklärer Luftfahrt | αεροπορίαFLUGAufklärer Luftfahrt | αεροπορίαFLUG