„arglos“: Adjektiv arglosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) άκακος, ανυποψίαστος, ανύποπτος άκακος, ανυποψίαστος, ανύποπτος arglos arglos