„Abreißblock“: Maskulinum, männlich AbreißblockMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) μπλοκ περφορέ, διπλότυπο μπλοκNeutrum, sächlich | ουδέτερο n περφορέ Abreißblock Abreißblock διπλότυποNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Abreißblock für Quittungen Abreißblock für Quittungen