Traduction Grec-Allemand de "φ"

"φ" - traduction Allemand

Φοντάνε
[fonˈtane]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Fontaneαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Φοντάνε
    Φοντάνε
σκασμός
[skazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

exemples
  • σκασμός! χυδαία | vulgärχυδ
    halt’s Maul!
    σκασμός! χυδαία | vulgärχυδ
  • τρώω του σκασμού
    τρώω του σκασμού
  • φάγαμε μέχρι σκασμού οικείο | umgangssprachlichοικ
    wir haben uns den Bauch vollgeschlagen
    φάγαμε μέχρι σκασμού οικείο | umgangssprachlichοικ
αλάτι
[aˈlati]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Salzουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    αλάτι
    αλάτι
exemples
άντε
[ˈade]επιφώνημα | Interjektion, Ausruf int

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

exemples
  • άντε!
    άντε!
  • άντε!
    im Ernst?
    άντε!
  • άντε να φάμε!
    lass uns essen!
    άντε να φάμε!
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
παρέα
[paˈrea]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Freundeskreisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    παρέα φιλικός κύκλος
    παρέα φιλικός κύκλος
  • Cliqueθηλυκό | Femininum, weiblich f
    παρέα ομάδα φίλων
    παρέα ομάδα φίλων
  • Gesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
    παρέα συντροφιά
    παρέα συντροφιά
  • Umgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    παρέα συναναστροφή
    παρέα συναναστροφή
exemples
τρώω
[ˈtroo], τρώγω [ˈtroɣo] <τρως; έφαγα; φαγώθηκα; φαγωμένος>μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

exemples
βάφω
[ˈvafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φ(τ)ηκα; -μμένος>

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • färben, anmalen, bemalen
    βάφω χρωματίζω
    βάφω χρωματίζω
  • (an)streichen
    βάφω τοίχο
    βάφω τοίχο
  • färben, tönen
    βάφω μαλλιά
    βάφω μαλλιά
  • schminken
    βάφω μάτια, χείλη
    βάφω μάτια, χείλη
  • lackieren
    βάφω νύχια, αυτοκίνητο
    βάφω νύχια, αυτοκίνητο
exemples
  • βάφω τα μαλλιά μου
    sich die Haare färben
    βάφω τα μαλλιά μου
  • βάφω τα νύχια μου
    sich die Fingernägel lackieren
    βάφω τα νύχια μου
γράφω
[ˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα; -φ(τ)ηκα; -μμένος>

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • schreiben (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)
    γράφω
    γράφω
  • aufschreiben
    γράφω σημειώνω
    γράφω σημειώνω
  • anschreiben (σε κάποιον jemanden)
    γράφω στέλνω γράμμα
    γράφω στέλνω γράμμα
  • verfassen
    γράφω συγγράφω
    γράφω συγγράφω
  • einschreiben
    γράφω εγγράφω
    γράφω εγγράφω
  • aufnehmen
    γράφω μουσ βίντεο
    γράφω μουσ βίντεο
  • verschreiben
    γράφω φάρμακο
    γράφω φάρμακο
exemples
υπογράφω
[ipoˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φ(τ)ηκα; -μμένος>

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)