μυτερός
[miteˈros], μυτερή, μυτερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- spitzμυτερόςμυτερός
exemples
-
- μυτερό τακούνιουδέτερο | Neutrum, sächlich nPfennigabsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μυτερός σκούφοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mZipfelmützeθηλυκό | Femininum, weiblich f