ύφος
[ˈifos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gesichtsausdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich mύφος του προσώπουMieneθηλυκό | Femininum, weiblich fύφος του προσώπουύφος του προσώπου
- Stilαρσενικό | Maskulinum, männlich mύφος τρόπος έκφρασης, κ. λογοτεχνικόύφος τρόπος έκφρασης, κ. λογοτεχνικό
- Haltungθηλυκό | Femininum, weiblich fύφος στάσηύφος στάση