όχημα
[ˈoçima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kraftfahrzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nόχημαόχημα
- Wag(g)onαρσενικό | Maskulinum, männlich mόχημα σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρόχημα σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ
exemples
-
-
- όχημα διαφυγήςFluchtautoουδέτερο | Neutrum, sächlich nFluchtfahrzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples