όρχις
[ˈorçis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <γενική | Genitivgen; -εως; πληθυντικός | Pluralpl; -εις>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hodenαρσενικό | Maskulinum, männlich mόρχις ανατομία | Anatomieανατόρχις ανατομία | Anatomieανατ