ψυχαγωγία
[psixaɣoˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vergnügenουδέτερο | Neutrum, sächlich nψυχαγωγία διασκέδασηUnterhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fψυχαγωγία διασκέδασηψυχαγωγία διασκέδαση