χυδαιότητα
[çiðeˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Obszönitatθηλυκό | Femininum, weiblich fχυδαιότητα αισχρότηταχυδαιότητα αισχρότητα
- Gemeinheitθηλυκό | Femininum, weiblich fχυδαιότητα κακίαχυδαιότητα κακία