„Χριστός“: αρσενικό Χριστός [xrisˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Christus Christusαρσενικό | Maskulinum, männlich m Χριστός Χριστός exemples μετά Χριστόν (μ. Χ.) nach Christus (n. Chr.) μετά Χριστόν (μ. Χ.) προ Χριστού (π. Χ.) vor Christus (ρήμα | Verbv. Chr.) προ Χριστού (π. Χ.)