„χρηματοδότης“: αρσενικό χρηματοδότης [xrimatoˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Geldgeber, Finanzier Geldgeberαρσενικό | Maskulinum, männlich m χρηματοδότης οικονομία | Wirtschaftοικον Finanzierαρσενικό | Maskulinum, männlich m χρηματοδότης οικονομία | Wirtschaftοικον χρηματοδότης οικονομία | Wirtschaftοικον