χρεωκοπία
[xreokoˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bankrottαρσενικό | Maskulinum, männlich mχρεωκοπία οικονομία | WirtschaftοικονKonkursαρσενικό | Maskulinum, männlich mχρεωκοπία οικονομία | Wirtschaftοικονχρεωκοπία οικονομία | Wirtschaftοικον
- Scheiternουδέτερο | Neutrum, sächlich nχρεωκοπία αποτυχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχρεωκοπία αποτυχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ