χειρουργική
[çirurjiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Chirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich fχειρουργικήχειρουργική
exemples
- πλαστική χειρουργικήSchönheitschirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χειρουργική με λέιζερLaserchirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χειρουργική μέσω μικρών οπώνminimalinvasive Chirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich fKnopflochchirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich f