„χαριτωμένος“ χαριτωμένος [xaritoˈmenos], χαριτωμένη, χαριτωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) anmutig, niedlich, charmant anmutig χαριτωμένος χαριτωμένος niedlich, charmant χαριτωμένος οικείο | umgangssprachlichοικ χαριτωμένος οικείο | umgangssprachlichοικ