χαρίζω
[xaˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schenken (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)χαρίζω δωρίζωverschenkenχαρίζω δωρίζωχαρίζω δωρίζω
- gewährenχαρίζω προστασία, σιγουριά, παρηγοριάχαρίζω προστασία, σιγουριά, παρηγοριά
- erlassenχαρίζω ποινήχαρίζω ποινή
- entgegenbringen (σε κάποιον jemandem)χαρίζω αγάπηχαρίζω αγάπη