„χέστης“: αρσενικό χέστης [ˈçestis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m χυδαία | vulgärχυδ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Angsthase Angsthaseαρσενικό | Maskulinum, männlich m χέστης χέστης