χάσμα
[ˈxazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Abgrundαρσενικό | Maskulinum, männlich mχάσμα άβυσσοςχάσμα άβυσσος
- Spalteθηλυκό | Femininum, weiblich fχάσμα ρήγμαχάσμα ρήγμα
- Lückeθηλυκό | Femininum, weiblich fχάσμα κενό μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχάσμα κενό μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Kluftθηλυκό | Femininum, weiblich fχάσμα μεγάλη διαφορά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχάσμα μεγάλη διαφορά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- χάσμα γενεώνGenerationenkonfliktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- χάσμα μισθώνLohngefälleουδέτερο | Neutrum, sächlich n