„φυλαχτό“: ουδέτερο φυλαχτό [filaxˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Amulett, Talisman Amulettουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυλαχτό Talismanαρσενικό | Maskulinum, männlich m φυλαχτό φυλαχτό