„φυλακισμένος“: επίθετο, ως επίθετο φυλακισμένος [filakjizˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, φυλακισμένη, φυλακισμένο Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gefangen gefangen φυλακισμένος φυλακισμένος „φυλακισμένος“: αρσενικό και θηλυκό φυλακισμένος [filakjizˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gefangene Gefangene(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f φυλακισμένος φυλακισμένος