„φταίξιμο“: ουδέτερο φταίξιμο [ˈfteksimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schuld, Fehler Schuldθηλυκό | Femininum, weiblich f φταίξιμο ενοχή φταίξιμο ενοχή Fehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m φταίξιμο σφάλμα φταίξιμο σφάλμα exemples το φταίξιμο είναι δικό μου ich bin schuld (daran), es ist mein Fehler το φταίξιμο είναι δικό μου