„φθονώ“: μεταβατικό ρήμα φθονώ [fθoˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) beneiden, neidisch sein beneiden (κάποιον για κάτι jemanden um etwas) φθονώ neidisch sein (αιτιατική | Akkusativakk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) φθονώ φθονώ