„φημισμένος“ φημισμένος [fimizˈmenos], φημισμένη, φημισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) berühmt berühmt φημισμένος φημισμένος