„φευγάτος“ φευγάτος [feˈvɣatos], φευγάτη, φευγάτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) weg, fort weg, fort φευγάτος αυτός που απουσιάζει φευγάτος αυτός που απουσιάζει exemples είναι φευγάτος er ist weg είναι φευγάτος