φαρμακευτική
[farmakjeftiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Pharmazeutikθηλυκό | Femininum, weiblich fφαρμακευτικήφαρμακευτική
- Pharmazieθηλυκό | Femininum, weiblich fφαρμακευτική κλάδος σπουδώνφαρμακευτική κλάδος σπουδών
exemples
- φαρμακευτική εταιρείαθηλυκό | Femininum, weiblich fPharmaunternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n