φαγωμένος
[faɣoˈmenos], φαγωμένη, φαγωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sattφαγωμένος χορτάτοςφαγωμένος χορτάτος
- zerfressen, abgewetztφαγωμένος υλικόφαγωμένος υλικό
- abgenutzt, verschlissenφαγωμένος ρούχοφαγωμένος ρούχο