„υποκλέπτω“: μεταβατικό ρήμα υποκλέπτω [ipoˈklepto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) entlocken, anzapfen entlocken υποκλέπτω υποκλέπτω anzapfen υποκλέπτω τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ υποκλέπτω τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ