υποκατάστατο
[ipokaˈtastato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ersatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mυποκατάστατουποκατάστατο
exemples
- υποκατάστατο καφέKaffee-Ersatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- υποκατάστατο νικοτίνηςNikotinersatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m