υπεράσπιση
[ipeˈraspisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verteidigungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπεράσπιση νομικός όρος | Rechtswesenνομυπεράσπιση νομικός όρος | Rechtswesenνομ