„υπενθυμίζω“: μεταβατικό ρήμα υπενθυμίζω [ipenθiˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) erinnern, mahnen erinnern (κάποιον σε κάτι jemanden an etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk) υπενθυμίζω υπενθυμίζω mahnen υπενθυμίζω οικονομία | Wirtschaftοικον υπενθυμίζω οικονομία | Wirtschaftοικον