„υπέρογκος“ υπέρογκος [iˈperoŋgos], υπέρογκη, υπέρογκοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) überhöht überhöht υπέρογκος τιμή υπέρογκος τιμή