υπέργειος
[iˈperjios], υπέργεια, υπέργειοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- oberirdischυπέργειοςυπέργειος
exemples
- υπέργειες κατασκευέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplHochbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m