„υπάγομαι“: αποθετικό ρήμα υπάγομαι [iˈpaɣome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-ήχθην; -ηγμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) fallen, gehören fallen (σε unter+αιτιατική | +Akkusativ +akk) υπάγομαι gehören (σε zu) υπάγομαι υπάγομαι