υδραγωγός
[iðraɣoˈɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Wasserrohrουδέτερο | Neutrum, sächlich nυδραγωγός αγωγός νερούυδραγωγός αγωγός νερού
- Aquäduktαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/nυδραγωγός υδραγωγείουδραγωγός υδραγωγείο