τσουγκρίζω
[tsuŋˈgrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- anstoßenτσουγκρίζω ποτήριατσουγκρίζω ποτήρια
- aneinanderstoßenτσουγκρίζω πασχαλιάτικα αβγάτσουγκρίζω πασχαλιάτικα αβγά
exemples
- τα τσουγκρίζω οικείο | umgangssprachlichοικsich zanken (με mit)
- τα τσουγκρίζω οικείο | umgangssprachlichοικ