„τσακωμένος“: αρσενικό και θηλυκό τσακωμένος [tsakoˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Streitende Streitende(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f τσακωμένος τσακωμένος