τρισδιάστατος
[trisðˈiastatos], τρισδιάστατη, τρισδιάστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- dreidimensionalτρισδιάστατοςτρισδιάστατος
exemples
- τρισδιάστατα γυαλιάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl3-D-Brilleθηλυκό | Femininum, weiblich fDrei-D-Brilleθηλυκό | Femininum, weiblich f