τριάδα
[trˈiaða]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Dreieinigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fτριάδα θρησκεία | ReligionθρησκDreifaltigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fτριάδα θρησκεία | Religionθρησκτριάδα θρησκεία | Religionθρησκ
- Kleeblattουδέτερο | Neutrum, sächlich nτριάδα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτριάδα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ