„τρεμουλιαστός“ τρεμουλιαστός [tremuliasˈtos], τρεμουλιαστή, τρεμουλιαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) zitternd, bebend, flackernd zitternd, bebend τρεμουλιαστός τρεμουλιαστός flackernd τρεμουλιαστός φλόγα, φως τρεμουλιαστός φλόγα, φως