τουαλέτα
[tuaˈleta]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Toiletteθηλυκό | Femininum, weiblich fτουαλέτατουαλέτα
- Abendrobeθηλυκό | Femininum, weiblich fτουαλέτα γυναικείο μακρύ φόρεματουαλέτα γυναικείο μακρύ φόρεμα
exemples
-
- τουαλέτα αναπήρωνBehindertentoiletteθηλυκό | Femininum, weiblich f