τονίζω
[toˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- betonenτονίζω γραμματική | Grammatikγραμμτονίζω γραμματική | Grammatikγραμμ
- hervorheben, betonenτονίζω υπογραμμίζωτονίζω υπογραμμίζω
- betonenτονίζω κούρεμα, βάψιμο, ρούχατονίζω κούρεμα, βάψιμο, ρούχα