„τιμώ“: μεταβατικό ρήμα τιμώ [tiˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ehren, schätzen ehren τιμώ σέβομαι, απονέμω τιμή τιμώ σέβομαι, απονέμω τιμή schätzen τιμώ εκτιμώ τιμώ εκτιμώ