ταχυδρομείο
[taçiðroˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Post®θηλυκό | Femininum, weiblich fταχυδρομείο κτήριοPostamtουδέτερο | Neutrum, sächlich nταχυδρομείο κτήριοταχυδρομείο κτήριο
- Postθηλυκό | Femininum, weiblich fταχυδρομείο αλληλογραφίαταχυδρομείο αλληλογραφία
exemples
- κεντρικό ταχυδρομείοHauptpostamtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- με το ταχυδρομείοmit der Post
- ηλεκτρονικό ταχυδρομείοE-Mailθηλυκό | Femininum, weiblich f