„ταχυδακτυλουργία“: θηλυκό ταχυδακτυλουργία [taçiðaktilurˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gaukelei Gaukeleiθηλυκό | Femininum, weiblich f ταχυδακτυλουργία ταχυδακτυλουργία