ταραχώδης
[taraˈxoðis], ταραχώδης, ταραχώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ordnungswidrigταραχώδης νομικός όρος | Rechtswesenνομταραχώδης νομικός όρος | Rechtswesenνομ