„τάγμα“: ουδέτερο τάγμα [ˈtaɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Orden, Bataillon Ordenαρσενικό | Maskulinum, männlich m τάγμα θρησκεία | Religionθρησκ τάγμα θρησκεία | Religionθρησκ Bataillonουδέτερο | Neutrum, sächlich n τάγμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ τάγμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ