„σύμβιος“: αρσενικό σύμβιος [ˈsimvios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gemahl Gemahlαρσενικό | Maskulinum, männlich m σύμβιος σύμβιος