σύγχρονος
[ˈsiŋxronos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, σύγχρονη, σύγχρονοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- gleichzeitigσύγχρονος ταυτόχρονοςσύγχρονος ταυτόχρονος
- zeitgenössischσύγχρονος σημερινός, της εποχής μαςσύγχρονος σημερινός, της εποχής μας
- modernσύγχρονος μοντέρνοςσύγχρονος μοντέρνος
exemples
- σύγχρονη γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich fGegenwartsspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- σύγχρονο μυθιστόρημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nGegenwartsromanαρσενικό | Maskulinum, männlich m
σύγχρονος
[ˈsiŋxronos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zeitgenosseαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύγχρονοςZeitgenossinθηλυκό | Femininum, weiblich fσύγχρονοςσύγχρονος