„σχολαστικότητα“: θηλυκό σχολαστικότητα [sxolastiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Pedanterie Pedanterieθηλυκό | Femininum, weiblich f σχολαστικότητα σχολαστικότητα