„σχηματίζω“: μεταβατικό ρήμα σχηματίζω [sçimaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gestalten, formen, bilden gestalten, formen σχηματίζω σχηματίζω bilden σχηματίζω και | undκ. γραμματική | Grammatikγραμμ σχηματίζω και | undκ. γραμματική | Grammatikγραμμ